- ακέραιος, -η, -ο
- ακέραιος, -η, -ο και ακέριος, -ια, -ιο1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι.2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος.3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει ακέραιες μονάδες· «ακέραιη μονάδα» αυτή που δεν είναι κομματιασμένη, δεν είναι κλασματική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.