ακέραιος, -η, -ο

ακέραιος, -η, -ο
ακέραιος, -η, -ο και ακέριος, -ια, -ιο
1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι.
2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος.
3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει ακέραιες μονάδες· «ακέραιη μονάδα» αυτή που δεν είναι κομματιασμένη, δεν είναι κλασματική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκέραιος — pure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ἀκεραιότερον — ἀκέραιος pure adverbial comp ἀκέραιος pure masc acc comp sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραιοτάτων — ἀκέραιος pure fem gen superl pl ἀκέραιος pure masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραιοτέραις — ἀκέραιος pure fem dat comp pl ἀκεραιοτέρᾱͅς , ἀκέραιος pure fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραιοτέρων — ἀκέραιος pure fem gen comp pl ἀκέραιος pure masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεραίως — ἀκέραιος pure adverbial ἀκέραιος pure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέραιον — ἀκέραιος pure masc/fem acc sg ἀκέραιος pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • ἀκεραιοτάτης — ἀκέραιος pure fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”